- ωμαχθής
- -ές, Αο βαρύς στους ώμους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + -αχθής (< ἄχθος «βάρος») πρβλ. ἀνδρ-αχθής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὠμαχθής — heavy to the shoulders masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠμαχθέα — ὠμαχθής heavy to the shoulders neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ὠμαχθής heavy to the shoulders masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άχθος — το (AM) βάρος, φορτίο μσν. φρ. «ἄχθη τῆς θαλάσσης» κήτη αρχ. 1. στενοχώρια, λύπη, βάρος 2. φρ. (για οκνηρούς και άχρηστους ανθρώπους) «ἄχθος ἀρούρης» ενόχληση, βάρος της γης. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. άχθομαι. ΠΑΡ. αρχ. αχθεινός, αχθίζω. ΣΥΝΘ. αχθοφόρος,… … Dictionary of Greek